Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεκύδαλος
νεκυηδόν
νεκυηπόλος
νέκυια
νεκυϊκός
νεκυοδαίμων
νεκυομαντεία
νεκυομαντεῖον
νεκυομαντικός
νεκυοστόλος
νέκυς
νεκύσια
νεκυσσόος
Νεμέα
Νεμεαῖος
Νεμεάς
νεμέθομαι
νεμέθω
Νέμεια
Νέμειον
Νέμειος
View word page
νέκυς
a dead body, a corpse, corse
ShortDef
a dead body, a corpse, corse
Debugging
Headword:
νέκυς
Headword (normalized):
νέκυς
Headword (normalized/stripped):
νεκυς
IDX:
59020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59021
Key:
Data
{'content': 'a dead body, a corpse, corse'}