Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεκυδαίμων
νεκύδαλος
νεκυηδόν
νεκυηπόλος
νέκυια
νεκυϊκός
νεκυοδαίμων
νεκυομαντεία
νεκυομαντεῖον
νεκυομαντικός
νεκυοστόλος
νέκυς
νεκύσια
νεκυσσόος
Νεμέα
Νεμεαῖος
Νεμεάς
νεμέθομαι
νεμέθω
Νέμεια
Νέμειον
View word page
νεκυοστόλος
ferrying the dead

ShortDef

ferrying the dead

Debugging

Headword:
νεκυοστόλος
Headword (normalized):
νεκυοστόλος
Headword (normalized/stripped):
νεκυοστολος
IDX:
59019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59020
Key:

Data

{'content': 'ferrying the dead'}