Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεκταρώδης
νεκυαγωγή
νεκυάμβατος
νεκυδαίμων
νεκύδαλος
νεκυηδόν
νεκυηπόλος
νέκυια
νεκυϊκός
νεκυοδαίμων
νεκυομαντεία
νεκυομαντεῖον
νεκυομαντικός
νεκυοστόλος
νέκυς
νεκύσια
νεκυσσόος
Νεμέα
Νεμεαῖος
Νεμεάς
νεμέθομαι
View word page
νεκυομαντεία
defixiones

ShortDef

defixiones

Debugging

Headword:
νεκυομαντεία
Headword (normalized):
νεκυομαντεία
Headword (normalized/stripped):
νεκυομαντεια
IDX:
59016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59017
Key:

Data

{'content': 'defixiones'}