Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεκταροειδής
νεκταροσταγής
νεκταρώδης
νεκυαγωγή
νεκυάμβατος
νεκυδαίμων
νεκύδαλος
νεκυηδόν
νεκυηπόλος
νέκυια
νεκυϊκός
νεκυοδαίμων
νεκυομαντεία
νεκυομαντεῖον
νεκυομαντικός
νεκυοστόλος
νέκυς
νεκύσια
νεκυσσόος
Νεμέα
Νεμεαῖος
View word page
νεκυϊκός
of the dead

ShortDef

of the dead

Debugging

Headword:
νεκυϊκός
Headword (normalized):
νεκυϊκός
Headword (normalized/stripped):
νεκυικος
IDX:
59014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59015
Key:

Data

{'content': 'of the dead'}