Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεκτάρεος
νεκταρίτης
νεκταροειδής
νεκταροσταγής
νεκταρώδης
νεκυαγωγή
νεκυάμβατος
νεκυδαίμων
νεκύδαλος
νεκυηδόν
νεκυηπόλος
νέκυια
νεκυϊκός
νεκυοδαίμων
νεκυομαντεία
νεκυομαντεῖον
νεκυομαντικός
νεκυοστόλος
νέκυς
νεκύσια
νεκυσσόος
View word page
νεκυηπόλος
having to do with the dead

ShortDef

having to do with the dead

Debugging

Headword:
νεκυηπόλος
Headword (normalized):
νεκυηπόλος
Headword (normalized/stripped):
νεκυηπολος
IDX:
59012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59013
Key:

Data

{'content': 'having to do with the dead'}