Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνάκρασις
ἀνακρατέω
ἀνακραυγάζω
ἀνακραύγασμα
ἀνακρέκομαι
ἀνακρεμάννυμι
ἀνακρεμασμός
Ἀνακρεόντειος
Ἀνακρέων
ἀνακρήμνημι
ἀνακρημνίζω
ἀνακριβής
ἀνακρίμναμι
ἀνακρίνω
ἀνάκρισις
ἀνακριτήρ
ἀνακρίτως
ἀνακροτέω
ἀνάκρουσις
ἀνακρουστέον
ἀνακρουστέος
View word page
ἀνακρημνίζω
cause to totter
ShortDef
cause to totter
Debugging
Headword:
ἀνακρημνίζω
Headword (normalized):
ἀνακρημνίζω
Headword (normalized/stripped):
ανακρημνιζω
IDX:
5900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5901
Key:
Data
{'content': 'cause to totter'}