Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεκρών
νέκρωσις
νεκρωτικός
νέκταρ
νεκτάρεος
νεκταρίτης
νεκταροειδής
νεκταροσταγής
νεκταρώδης
νεκυαγωγή
νεκυάμβατος
νεκυδαίμων
νεκύδαλος
νεκυηδόν
νεκυηπόλος
νέκυια
νεκυϊκός
νεκυοδαίμων
νεκυομαντεία
νεκυομαντεῖον
νεκυομαντικός
View word page
νεκυάμβατος
embarked in by the dead

ShortDef

embarked in by the dead

Debugging

Headword:
νεκυάμβατος
Headword (normalized):
νεκυάμβατος
Headword (normalized/stripped):
νεκυαμβατος
IDX:
59008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59009
Key:

Data

{'content': 'embarked in by the dead'}