Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεκρόω
νεκρώδης
νέκρωμα
νεκρών
νέκρωσις
νεκρωτικός
νέκταρ
νεκτάρεος
νεκταρίτης
νεκταροειδής
νεκταροσταγής
νεκταρώδης
νεκυαγωγή
νεκυάμβατος
νεκυδαίμων
νεκύδαλος
νεκυηδόν
νεκυηπόλος
νέκυια
νεκυϊκός
νεκυοδαίμων
View word page
νεκταροσταγής
dropping nectar

ShortDef

dropping nectar

Debugging

Headword:
νεκταροσταγής
Headword (normalized):
νεκταροσταγής
Headword (normalized/stripped):
νεκταροσταγης
IDX:
59005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59006
Key:

Data

{'content': 'dropping nectar'}