Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεκροφόρος
νεκροφύλαξ
νεκρόψυχος
νεκρόω
νεκρώδης
νέκρωμα
νεκρών
νέκρωσις
νεκρωτικός
νέκταρ
νεκτάρεος
νεκταρίτης
νεκταροειδής
νεκταροσταγής
νεκταρώδης
νεκυαγωγή
νεκυάμβατος
νεκυδαίμων
νεκύδαλος
νεκυηδόν
νεκυηπόλος
View word page
νεκτάρεος
nectarous

ShortDef

nectarous

Debugging

Headword:
νεκτάρεος
Headword (normalized):
νεκτάρεος
Headword (normalized/stripped):
νεκταρεος
IDX:
59002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59003
Key:

Data

{'content': 'nectarous'}