Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεκροφορέω
νεκροφόριον
νεκροφόρος
νεκροφύλαξ
νεκρόψυχος
νεκρόω
νεκρώδης
νέκρωμα
νεκρών
νέκρωσις
νεκρωτικός
νέκταρ
νεκτάρεος
νεκταρίτης
νεκταροειδής
νεκταροσταγής
νεκταρώδης
νεκυαγωγή
νεκυάμβατος
νεκυδαίμων
νεκύδαλος
View word page
νεκρωτικός
causing mortification

ShortDef

causing mortification

Debugging

Headword:
νεκρωτικός
Headword (normalized):
νεκρωτικός
Headword (normalized/stripped):
νεκρωτικος
IDX:
59000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59001
Key:

Data

{'content': 'causing mortification'}