Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεκροφαγέω
νεκροφάγος
νεκροφόνος
νεκροφορέω
νεκροφόριον
νεκροφόρος
νεκροφύλαξ
νεκρόψυχος
νεκρόω
νεκρώδης
νέκρωμα
νεκρών
νέκρωσις
νεκρωτικός
νέκταρ
νεκτάρεος
νεκταρίτης
νεκταροειδής
νεκταροσταγής
νεκταρώδης
νεκυαγωγή
View word page
νέκρωμα
lifeless, inorganic body

ShortDef

lifeless, inorganic body

Debugging

Headword:
νέκρωμα
Headword (normalized):
νέκρωμα
Headword (normalized/stripped):
νεκρωμα
IDX:
58997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58998
Key:

Data

{'content': 'lifeless, inorganic body'}