Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεκροταφέω
νεκροταφικός
νεκροφαγέω
νεκροφάγος
νεκροφόνος
νεκροφορέω
νεκροφόριον
νεκροφόρος
νεκροφύλαξ
νεκρόψυχος
νεκρόω
νεκρώδης
νέκρωμα
νεκρών
νέκρωσις
νεκρωτικός
νέκταρ
νεκτάρεος
νεκταρίτης
νεκταροειδής
νεκταροσταγής
View word page
νεκρόω
to make dead

ShortDef

to make dead

Debugging

Headword:
νεκρόω
Headword (normalized):
νεκρόω
Headword (normalized/stripped):
νεκροω
IDX:
58995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58996
Key:

Data

{'content': 'to make dead'}