Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάκοψις
ἀνακραδεύω
ἀνακράζω
ἀνάκρασις
ἀνακρατέω
ἀνακραυγάζω
ἀνακραύγασμα
ἀνακρέκομαι
ἀνακρεμάννυμι
ἀνακρεμασμός
Ἀνακρεόντειος
Ἀνακρέων
ἀνακρήμνημι
ἀνακρημνίζω
ἀνακριβής
ἀνακρίμναμι
ἀνακρίνω
ἀνάκρισις
ἀνακριτήρ
ἀνακρίτως
ἀνακροτέω
View word page
Ἀνακρεόντειος
of Anacreon

ShortDef

of Anacreon

Debugging

Headword:
Ἀνακρεόντειος
Headword (normalized):
ἀνακρεόντειος
Headword (normalized/stripped):
ανακρεοντειος
IDX:
5897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5898
Key:

Data

{'content': 'of Anacreon'}