Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνακούφισμα
ἀνάκοψις
ἀνακραδεύω
ἀνακράζω
ἀνάκρασις
ἀνακρατέω
ἀνακραυγάζω
ἀνακραύγασμα
ἀνακρέκομαι
ἀνακρεμάννυμι
ἀνακρεμασμός
Ἀνακρεόντειος
Ἀνακρέων
ἀνακρήμνημι
ἀνακρημνίζω
ἀνακριβής
ἀνακρίμναμι
ἀνακρίνω
ἀνάκρισις
ἀνακριτήρ
ἀνακρίτως
View word page
ἀνακρεμασμός
hanging up

ShortDef

hanging up

Debugging

Headword:
ἀνακρεμασμός
Headword (normalized):
ἀνακρεμασμός
Headword (normalized/stripped):
ανακρεμασμος
IDX:
5896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5897
Key:

Data

{'content': 'hanging up'}