Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεκρικός
νεκροβαρής
νεκροβαστάξ
νεκροβόρος
νεκροδέγμων
νεκροδερκής
νεκροδότης
νεκροδοχεῖον
νεκροθάπτης
νεκροθήκη
νεκροκαύστης
νεκροκομίζω
νεκροκορίνθια
νεκροκόσμος
νεκρομαντεία
νεκρόμαντις
νεκρονώμης
νεκροπέρνας
νεκροποιός
νεκρόπολις
νεκροπομπός
View word page
νεκροκαύστης
one who burns corpses

ShortDef

one who burns corpses

Debugging

Headword:
νεκροκαύστης
Headword (normalized):
νεκροκαύστης
Headword (normalized/stripped):
νεκροκαυστης
IDX:
58968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58969
Key:

Data

{'content': 'one who burns corpses'}