Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεκρεπάρτης
νεκρηγός
νεκρία
νεκρικός
νεκροβαρής
νεκροβαστάξ
νεκροβόρος
νεκροδέγμων
νεκροδερκής
νεκροδότης
νεκροδοχεῖον
νεκροθάπτης
νεκροθήκη
νεκροκαύστης
νεκροκομίζω
νεκροκορίνθια
νεκροκόσμος
νεκρομαντεία
νεκρόμαντις
νεκρονώμης
νεκροπέρνας
View word page
νεκροδοχεῖον
a cemetery, mausoleum

ShortDef

a cemetery, mausoleum

Debugging

Headword:
νεκροδοχεῖον
Headword (normalized):
νεκροδοχεῖον
Headword (normalized/stripped):
νεκροδοχειον
IDX:
58965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58966
Key:

Data

{'content': 'a cemetery, mausoleum'}