Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νείφω
νεκάς
νεκράγγελος
νεκραγωγέω
νεκραγωγός
νεκρακαδήμεια
νεκρεπάρτης
νεκρηγός
νεκρία
νεκρικός
νεκροβαρής
νεκροβαστάξ
νεκροβόρος
νεκροδέγμων
νεκροδερκής
νεκροδότης
νεκροδοχεῖον
νεκροθάπτης
νεκροθήκη
νεκροκαύστης
νεκροκομίζω
View word page
νεκροβαρής
laden with the dead

ShortDef

laden with the dead

Debugging

Headword:
νεκροβαρής
Headword (normalized):
νεκροβαρής
Headword (normalized/stripped):
νεκροβαρης
IDX:
58959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58960
Key:

Data

{'content': 'laden with the dead'}