Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνακούφισις
ἀνακούφισμα
ἀνάκοψις
ἀνακραδεύω
ἀνακράζω
ἀνάκρασις
ἀνακρατέω
ἀνακραυγάζω
ἀνακραύγασμα
ἀνακρέκομαι
ἀνακρεμάννυμι
ἀνακρεμασμός
Ἀνακρεόντειος
Ἀνακρέων
ἀνακρήμνημι
ἀνακρημνίζω
ἀνακριβής
ἀνακρίμναμι
ἀνακρίνω
ἀνάκρισις
ἀνακριτήρ
View word page
ἀνακρεμάννυμι
to hang up on

ShortDef

to hang up on

Debugging

Headword:
ἀνακρεμάννυμι
Headword (normalized):
ἀνακρεμάννυμι
Headword (normalized/stripped):
ανακρεμαννυμι
IDX:
5895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5896
Key:

Data

{'content': 'to hang up on'}