Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεῖος
νεῖος2
νειοτομεύς
νεῖρα
νειρός
νειρός2
νείφω
νεκάς
νεκράγγελος
νεκραγωγέω
νεκραγωγός
νεκρακαδήμεια
νεκρεπάρτης
νεκρηγός
νεκρία
νεκρικός
νεκροβαρής
νεκροβαστάξ
νεκροβόρος
νεκροδέγμων
νεκροδερκής
View word page
νεκραγωγός
conducting the dead

ShortDef

conducting the dead

Debugging

Headword:
νεκραγωγός
Headword (normalized):
νεκραγωγός
Headword (normalized/stripped):
νεκραγωγος
IDX:
58953
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58954
Key:

Data

{'content': 'conducting the dead'}