Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νειόθεν
νειόθι
νειοποιέω
νειός
νεῖος
νεῖος2
νειοτομεύς
νεῖρα
νειρός
νειρός2
νείφω
νεκάς
νεκράγγελος
νεκραγωγέω
νεκραγωγός
νεκρακαδήμεια
νεκρεπάρτης
νεκρηγός
νεκρία
νεκρικός
νεκροβαρής
View word page
νείφω
snow

ShortDef

snow

Debugging

Headword:
νείφω
Headword (normalized):
νείφω
Headword (normalized/stripped):
νειφω
IDX:
58949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58950
Key:

Data

{'content': 'snow'}