Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνακουφίζω
ἀνακούφισις
ἀνακούφισμα
ἀνάκοψις
ἀνακραδεύω
ἀνακράζω
ἀνάκρασις
ἀνακρατέω
ἀνακραυγάζω
ἀνακραύγασμα
ἀνακρέκομαι
ἀνακρεμάννυμι
ἀνακρεμασμός
Ἀνακρεόντειος
Ἀνακρέων
ἀνακρήμνημι
ἀνακρημνίζω
ἀνακριβής
ἀνακρίμναμι
ἀνακρίνω
ἀνάκρισις
View word page
ἀνακρέκομαι
to tune up

ShortDef

to tune up

Debugging

Headword:
ἀνακρέκομαι
Headword (normalized):
ἀνακρέκομαι
Headword (normalized/stripped):
ανακρεκομαι
IDX:
5894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5895
Key:

Data

{'content': 'to tune up'}