Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Νειλώτης
νειόθεν
νειόθι
νειοποιέω
νειός
νεῖος
νεῖος2
νειοτομεύς
νεῖρα
νειρός
νειρός2
νείφω
νεκάς
νεκράγγελος
νεκραγωγέω
νεκραγωγός
νεκρακαδήμεια
νεκρεπάρτης
νεκρηγός
νεκρία
νεκρικός
View word page
νειρός2
strong, vehement
ShortDef
lowest
strong, vehement
Debugging
Headword:
νειρός2
Headword (normalized):
νειρός
Headword (normalized/stripped):
νειρος2
IDX:
58948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58949
Key:
Data
{'content': 'strong, vehement'}