Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Νειλωΐς
Νειλῷος
Νειλώτης
νειόθεν
νειόθι
νειοποιέω
νειός
νεῖος
νεῖος2
νειοτομεύς
νεῖρα
νειρός
νειρός2
νείφω
νεκάς
νεκράγγελος
νεκραγωγέω
νεκραγωγός
νεκρακαδήμεια
νεκρεπάρτης
νεκρηγός
View word page
νεῖρα
(adj) lower; (subst) abdomen

ShortDef

(adj) lower; (subst) abdomen

Debugging

Headword:
νεῖρα
Headword (normalized):
νεῖρα
Headword (normalized/stripped):
νειρα
IDX:
58946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58947
Key:

Data

{'content': '(adj) lower; (subst) abdomen'}