Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Νεῖλος
Νειλωΐς
Νειλῷος
Νειλώτης
νειόθεν
νειόθι
νειοποιέω
νειός
νεῖος
νεῖος2
νειοτομεύς
νεῖρα
νειρός
νειρός2
νείφω
νεκάς
νεκράγγελος
νεκραγωγέω
νεκραγωγός
νεκρακαδήμεια
νεκρεπάρτης
View word page
νειοτομεύς
one who breaks up a fallow
ShortDef
one who breaks up a fallow
Debugging
Headword:
νειοτομεύς
Headword (normalized):
νειοτομεύς
Headword (normalized/stripped):
νειοτομευς
IDX:
58945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58946
Key:
Data
{'content': 'one who breaks up a fallow'}