Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Νειλοθερής
Νειλοκαλάμη
Νειλομέτριον
Νειλόρυτος
Νεῖλος
Νειλωΐς
Νειλῷος
Νειλώτης
νειόθεν
νειόθι
νειοποιέω
νειός
νεῖος
νεῖος2
νειοτομεύς
νεῖρα
νειρός
νειρός2
νείφω
νεκάς
νεκράγγελος
View word page
νειοποιέω
to take a green crop off

ShortDef

to take a green crop off

Debugging

Headword:
νειοποιέω
Headword (normalized):
νειοποιέω
Headword (normalized/stripped):
νειοποιεω
IDX:
58941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58942
Key:

Data

{'content': 'to take a green crop off'}