Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάκουστος
ἀνακουφίζω
ἀνακούφισις
ἀνακούφισμα
ἀνάκοψις
ἀνακραδεύω
ἀνακράζω
ἀνάκρασις
ἀνακρατέω
ἀνακραυγάζω
ἀνακραύγασμα
ἀνακρέκομαι
ἀνακρεμάννυμι
ἀνακρεμασμός
Ἀνακρεόντειος
Ἀνακρέων
ἀνακρήμνημι
ἀνακρημνίζω
ἀνακριβής
ἀνακρίμναμι
ἀνακρίνω
View word page
ἀνακραύγασμα
loud outcry

ShortDef

loud outcry

Debugging

Headword:
ἀνακραύγασμα
Headword (normalized):
ἀνακραύγασμα
Headword (normalized/stripped):
ανακραυγασμα
IDX:
5893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5894
Key:

Data

{'content': 'loud outcry'}