Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεικέω
νεῖκος
Νειλαιεύς
Νειλαῖος
Νειλεῖον
Νειλοβροχέω
Νειλόβροχος
Νειλογενής
Νειλοθερής
Νειλοκαλάμη
Νειλομέτριον
Νειλόρυτος
Νεῖλος
Νειλωΐς
Νειλῷος
Νειλώτης
νειόθεν
νειόθι
νειοποιέω
νειός
νεῖος
View word page
Νειλομέτριον
a Nilometer

ShortDef

a Nilometer

Debugging

Headword:
Νειλομέτριον
Headword (normalized):
νειλομέτριον
Headword (normalized/stripped):
νειλομετριον
IDX:
58933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58934
Key:

Data

{'content': 'a Nilometer'}