Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνακοσμέω
ἀνάκουστος
ἀνακουφίζω
ἀνακούφισις
ἀνακούφισμα
ἀνάκοψις
ἀνακραδεύω
ἀνακράζω
ἀνάκρασις
ἀνακρατέω
ἀνακραυγάζω
ἀνακραύγασμα
ἀνακρέκομαι
ἀνακρεμάννυμι
ἀνακρεμασμός
Ἀνακρεόντειος
Ἀνακρέων
ἀνακρήμνημι
ἀνακρημνίζω
ἀνακριβής
ἀνακρίμναμι
View word page
ἀνακραυγάζω
cry aloud
ShortDef
cry aloud
Debugging
Headword:
ἀνακραυγάζω
Headword (normalized):
ἀνακραυγάζω
Headword (normalized/stripped):
ανακραυγαζω
IDX:
5892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5893
Key:
Data
{'content': 'cry aloud'}