Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεῆνις
νεήτομος
νεήφατος
νείαιρα
νεικεστήρ
νεικέω
νεῖκος
Νειλαιεύς
Νειλαῖος
Νειλεῖον
Νειλοβροχέω
Νειλόβροχος
Νειλογενής
Νειλοθερής
Νειλοκαλάμη
Νειλομέτριον
Νειλόρυτος
Νεῖλος
Νειλωΐς
Νειλῷος
Νειλώτης
View word page
Νειλοβροχέω
to be inundated by the Nile
ShortDef
to be inundated by the Nile
Debugging
Headword:
Νειλοβροχέω
Headword (normalized):
νειλοβροχέω
Headword (normalized/stripped):
νειλοβροχεω
IDX:
58928
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58929
Key:
Data
{'content': 'to be inundated by the Nile'}