Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νέηλυς
νεήμελκτος
νεῆνις
νεήτομος
νεήφατος
νείαιρα
νεικεστήρ
νεικέω
νεῖκος
Νειλαιεύς
Νειλαῖος
Νειλεῖον
Νειλοβροχέω
Νειλόβροχος
Νειλογενής
Νειλοθερής
Νειλοκαλάμη
Νειλομέτριον
Νειλόρυτος
Νεῖλος
Νειλωΐς
View word page
Νειλαῖος
from the Nile
ShortDef
from the Nile
Debugging
Headword:
Νειλαῖος
Headword (normalized):
νειλαῖος
Headword (normalized/stripped):
νειλαιος
IDX:
58926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58927
Key:
Data
{'content': 'from the Nile'}