Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεηλιφής
νέηλυς
νεήμελκτος
νεῆνις
νεήτομος
νεήφατος
νείαιρα
νεικεστήρ
νεικέω
νεῖκος
Νειλαιεύς
Νειλαῖος
Νειλεῖον
Νειλοβροχέω
Νειλόβροχος
Νειλογενής
Νειλοθερής
Νειλοκαλάμη
Νειλομέτριον
Νειλόρυτος
Νεῖλος
View word page
Νειλαιεύς
from the Nile

ShortDef

from the Nile

Debugging

Headword:
Νειλαιεύς
Headword (normalized):
νειλαιεύς
Headword (normalized/stripped):
νειλαιευς
IDX:
58925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58926
Key:

Data

{'content': 'from the Nile'}