Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεηλάτης
νεήλατος
νεηλιφής
νέηλυς
νεήμελκτος
νεῆνις
νεήτομος
νεήφατος
νείαιρα
νεικεστήρ
νεικέω
νεῖκος
Νειλαιεύς
Νειλαῖος
Νειλεῖον
Νειλοβροχέω
Νειλόβροχος
Νειλογενής
Νειλοθερής
Νειλοκαλάμη
Νειλομέτριον
View word page
νεικέω
to quarrel
ShortDef
to quarrel
Debugging
Headword:
νεικέω
Headword (normalized):
νεικέω
Headword (normalized/stripped):
νεικεω
IDX:
58923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58924
Key:
Data
{'content': 'to quarrel'}