Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεήκης
νεηλάτης
νεήλατος
νεηλιφής
νέηλυς
νεήμελκτος
νεῆνις
νεήτομος
νεήφατος
νείαιρα
νεικεστήρ
νεικέω
νεῖκος
Νειλαιεύς
Νειλαῖος
Νειλεῖον
Νειλοβροχέω
Νειλόβροχος
Νειλογενής
Νειλοθερής
Νειλοκαλάμη
View word page
νεικεστήρ
one who wrangles with

ShortDef

one who wrangles with

Debugging

Headword:
νεικεστήρ
Headword (normalized):
νεικεστήρ
Headword (normalized/stripped):
νεικεστηρ
IDX:
58922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58923
Key:

Data

{'content': 'one who wrangles with'}