Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεηθαλής
νεήκης
νεηλάτης
νεήλατος
νεηλιφής
νέηλυς
νεήμελκτος
νεῆνις
νεήτομος
νεήφατος
νείαιρα
νεικεστήρ
νεικέω
νεῖκος
Νειλαιεύς
Νειλαῖος
Νειλεῖον
Νειλοβροχέω
Νειλόβροχος
Νειλογενής
Νειλοθερής
View word page
νείαιρα
lower
ShortDef
lower
Debugging
Headword:
νείαιρα
Headword (normalized):
νείαιρα
Headword (normalized/stripped):
νειαιρα
IDX:
58921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58922
Key:
Data
{'content': 'lower'}