Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Νεεμίας
νεηγενής
νεηθαλής
νεήκης
νεηλάτης
νεήλατος
νεηλιφής
νέηλυς
νεήμελκτος
νεῆνις
νεήτομος
νεήφατος
νείαιρα
νεικεστήρ
νεικέω
νεῖκος
Νειλαιεύς
Νειλαῖος
Νειλεῖον
Νειλοβροχέω
Νειλόβροχος
View word page
νεήτομος
castrated when young

ShortDef

castrated when young

Debugging

Headword:
νεήτομος
Headword (normalized):
νεήτομος
Headword (normalized/stripped):
νεητομος
IDX:
58919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58920
Key:

Data

{'content': 'castrated when young'}