Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνακορέω
ἀνακοσμέω
ἀνάκουστος
ἀνακουφίζω
ἀνακούφισις
ἀνακούφισμα
ἀνάκοψις
ἀνακραδεύω
ἀνακράζω
ἀνάκρασις
ἀνακρατέω
ἀνακραυγάζω
ἀνακραύγασμα
ἀνακρέκομαι
ἀνακρεμάννυμι
ἀνακρεμασμός
Ἀνακρεόντειος
Ἀνακρέων
ἀνακρήμνημι
ἀνακρημνίζω
ἀνακριβής
View word page
ἀνακρατέω
hold up, support

ShortDef

hold up, support

Debugging

Headword:
ἀνακρατέω
Headword (normalized):
ἀνακρατέω
Headword (normalized/stripped):
ανακρατεω
IDX:
5891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5892
Key:

Data

{'content': 'hold up, support'}