Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεβρώδης
Νεεμίας
νεηγενής
νεηθαλής
νεήκης
νεηλάτης
νεήλατος
νεηλιφής
νέηλυς
νεήμελκτος
νεῆνις
νεήτομος
νεήφατος
νείαιρα
νεικεστήρ
νεικέω
νεῖκος
Νειλαιεύς
Νειλαῖος
Νειλεῖον
Νειλοβροχέω
View word page
νεῆνις
maiden

ShortDef

maiden

Debugging

Headword:
νεῆνις
Headword (normalized):
νεῆνις
Headword (normalized/stripped):
νεηνις
IDX:
58918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58919
Key:

Data

{'content': 'maiden'}