Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεβροφόνος
νεβροχίτων
νεβρώδης
Νεεμίας
νεηγενής
νεηθαλής
νεήκης
νεηλάτης
νεήλατος
νεηλιφής
νέηλυς
νεήμελκτος
νεῆνις
νεήτομος
νεήφατος
νείαιρα
νεικεστήρ
νεικέω
νεῖκος
Νειλαιεύς
Νειλαῖος
View word page
νέηλυς
newly come, a new-comer

ShortDef

newly come, a new-comer

Debugging

Headword:
νέηλυς
Headword (normalized):
νέηλυς
Headword (normalized/stripped):
νεηλυς
IDX:
58916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58917
Key:

Data

{'content': 'newly come, a new-comer'}