Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεβροφανής
νεβροφόνος
νεβροχίτων
νεβρώδης
Νεεμίας
νεηγενής
νεηθαλής
νεήκης
νεηλάτης
νεήλατος
νεηλιφής
νέηλυς
νεήμελκτος
νεῆνις
νεήτομος
νεήφατος
νείαιρα
νεικεστήρ
νεικέω
νεῖκος
Νειλαιεύς
View word page
νεηλιφής
fresh-plastered

ShortDef

fresh-plastered

Debugging

Headword:
νεηλιφής
Headword (normalized):
νεηλιφής
Headword (normalized/stripped):
νεηλιφης
IDX:
58915
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58916
Key:

Data

{'content': 'fresh-plastered'}