Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεβρός
νεβροτόκος
νεβροφανής
νεβροφόνος
νεβροχίτων
νεβρώδης
Νεεμίας
νεηγενής
νεηθαλής
νεήκης
νεηλάτης
νεήλατος
νεηλιφής
νέηλυς
νεήμελκτος
νεῆνις
νεήτομος
νεήφατος
νείαιρα
νεικεστήρ
νεικέω
View word page
νεηλάτης
rower
ShortDef
rower
Debugging
Headword:
νεηλάτης
Headword (normalized):
νεηλάτης
Headword (normalized/stripped):
νεηλατης
IDX:
58913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58914
Key:
Data
{'content': 'rower'}