Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεβρόγονος
νεβρόομαι
νεβρός
νεβροτόκος
νεβροφανής
νεβροφόνος
νεβροχίτων
νεβρώδης
Νεεμίας
νεηγενής
νεηθαλής
νεήκης
νεηλάτης
νεήλατος
νεηλιφής
νέηλυς
νεήμελκτος
νεῆνις
νεήτομος
νεήφατος
νείαιρα
View word page
νεηθαλής
fresh-blown, young

ShortDef

fresh-blown, young

Debugging

Headword:
νεηθαλής
Headword (normalized):
νεηθαλής
Headword (normalized/stripped):
νεηθαλης
IDX:
58911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58912
Key:

Data

{'content': 'fresh-blown, young'}