Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεβρίς
νεβρισμός
νεβρίτης
νεβρόγονος
νεβρόομαι
νεβρός
νεβροτόκος
νεβροφανής
νεβροφόνος
νεβροχίτων
νεβρώδης
Νεεμίας
νεηγενής
νεηθαλής
νεήκης
νεηλάτης
νεήλατος
νεηλιφής
νέηλυς
νεήμελκτος
νεῆνις
View word page
νεβρώδης
fawn-like
ShortDef
fawn-like
Debugging
Headword:
νεβρώδης
Headword (normalized):
νεβρώδης
Headword (normalized/stripped):
νεβρωδης
IDX:
58908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58909
Key:
Data
{'content': 'fawn-like'}