Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νέβρινος
νεβρίς
νεβρισμός
νεβρίτης
νεβρόγονος
νεβρόομαι
νεβρός
νεβροτόκος
νεβροφανής
νεβροφόνος
νεβροχίτων
νεβρώδης
Νεεμίας
νεηγενής
νεηθαλής
νεήκης
νεηλάτης
νεήλατος
νεηλιφής
νέηλυς
νεήμελκτος
View word page
νεβροχίτων
clad in a νεβρίς

ShortDef

clad in a νεβρίς

Debugging

Headword:
νεβροχίτων
Headword (normalized):
νεβροχίτων
Headword (normalized/stripped):
νεβροχιτων
IDX:
58907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58908
Key:

Data

{'content': 'clad in a νεβρίς'}