Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεβριδόπεπλος
νεβρίζω
νέβρινος
νεβρίς
νεβρισμός
νεβρίτης
νεβρόγονος
νεβρόομαι
νεβρός
νεβροτόκος
νεβροφανής
νεβροφόνος
νεβροχίτων
νεβρώδης
Νεεμίας
νεηγενής
νεηθαλής
νεήκης
νεηλάτης
νεήλατος
νεηλιφής
View word page
νεβροφανής
fawn-like

ShortDef

fawn-like

Debugging

Headword:
νεβροφανής
Headword (normalized):
νεβροφανής
Headword (normalized/stripped):
νεβροφανης
IDX:
58905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58906
Key:

Data

{'content': 'fawn-like'}