Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νέβραξ
νέβρειος
νεβρῆ
νεβρίας
νεβριδόπεπλος
νεβρίζω
νέβρινος
νεβρίς
νεβρισμός
νεβρίτης
νεβρόγονος
νεβρόομαι
νεβρός
νεβροτόκος
νεβροφανής
νεβροφόνος
νεβροχίτων
νεβρώδης
Νεεμίας
νεηγενής
νεηθαλής
View word page
νεβρόγονος
of a fawn's leg
ShortDef
of a fawn's leg
Debugging
Headword:
νεβρόγονος
Headword (normalized):
νεβρόγονος
Headword (normalized/stripped):
νεβρογονος
IDX:
58901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58902
Key:
Data
{'content': "of a fawn's leg"}