Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεάω
νέβραξ
νέβρειος
νεβρῆ
νεβρίας
νεβριδόπεπλος
νεβρίζω
νέβρινος
νεβρίς
νεβρισμός
νεβρίτης
νεβρόγονος
νεβρόομαι
νεβρός
νεβροτόκος
νεβροφανής
νεβροφόνος
νεβροχίτων
νεβρώδης
Νεεμίας
νεηγενής
View word page
νεβρίτης
like a fawnskin
ShortDef
like a fawnskin
Debugging
Headword:
νεβρίτης
Headword (normalized):
νεβρίτης
Headword (normalized/stripped):
νεβριτης
IDX:
58900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58901
Key:
Data
{'content': 'like a fawnskin'}