Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νέατος2
νεάω
νέβραξ
νέβρειος
νεβρῆ
νεβρίας
νεβριδόπεπλος
νεβρίζω
νέβρινος
νεβρίς
νεβρισμός
νεβρίτης
νεβρόγονος
νεβρόομαι
νεβρός
νεβροτόκος
νεβροφανής
νεβροφόνος
νεβροχίτων
νεβρώδης
Νεεμίας
View word page
νεβρισμός
wearing of a νεβρίς

ShortDef

wearing of a νεβρίς

Debugging

Headword:
νεβρισμός
Headword (normalized):
νεβρισμός
Headword (normalized/stripped):
νεβρισμος
IDX:
58899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58900
Key:

Data

{'content': 'wearing of a νεβρίς'}