Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνακοπτέον
ἀνακόπτω
ἀνακορέω
ἀνακοσμέω
ἀνάκουστος
ἀνακουφίζω
ἀνακούφισις
ἀνακούφισμα
ἀνάκοψις
ἀνακραδεύω
ἀνακράζω
ἀνάκρασις
ἀνακρατέω
ἀνακραυγάζω
ἀνακραύγασμα
ἀνακρέκομαι
ἀνακρεμάννυμι
ἀνακρεμασμός
Ἀνακρεόντειος
Ἀνακρέων
ἀνακρήμνημι
View word page
ἀνακράζω
to cry out, lift up the voice
ShortDef
to cry out, lift up the voice
Debugging
Headword:
ἀνακράζω
Headword (normalized):
ἀνακράζω
Headword (normalized/stripped):
ανακραζω
IDX:
5889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5890
Key:
Data
{'content': 'to cry out, lift up the voice'}