Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νέατος
νέατος2
νεάω
νέβραξ
νέβρειος
νεβρῆ
νεβρίας
νεβριδόπεπλος
νεβρίζω
νέβρινος
νεβρίς
νεβρισμός
νεβρίτης
νεβρόγονος
νεβρόομαι
νεβρός
νεβροτόκος
νεβροφανής
νεβροφόνος
νεβροχίτων
νεβρώδης
View word page
νεβρίς
a fawnskin

ShortDef

a fawnskin

Debugging

Headword:
νεβρίς
Headword (normalized):
νεβρίς
Headword (normalized/stripped):
νεβρις
IDX:
58898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58899
Key:

Data

{'content': 'a fawnskin'}