Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεατός
νέατος
νέατος2
νεάω
νέβραξ
νέβρειος
νεβρῆ
νεβρίας
νεβριδόπεπλος
νεβρίζω
νέβρινος
νεβρίς
νεβρισμός
νεβρίτης
νεβρόγονος
νεβρόομαι
νεβρός
νεβροτόκος
νεβροφανής
νεβροφόνος
νεβροχίτων
View word page
νέβρινος
of a fawn

ShortDef

of a fawn

Debugging

Headword:
νέβρινος
Headword (normalized):
νέβρινος
Headword (normalized/stripped):
νεβρινος
IDX:
58897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58898
Key:

Data

{'content': 'of a fawn'}